Η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, υπήρξε καλονή. Ακόμα μας το λένε όταν πάμε καμιά φορά στο Ναύπλιο.. Οι παλαιότεροι την θυμούνται να κάνει την απογευματινή της βόλτα στην Περατζάδα στηριγμένη στο μπράτσο του παππού μου... Ο οποίος παππούς, την γνώρισε όταν ήταν ήδη πάνω από εξήντα χρονών, χήρος με δυό αγόρια στην εφηβεία και έπαθε την πλάκα του. Και την παντρέυτηκε με συνοπτικές διαδικασίες ξεσηκώνοντας την συντηριτική, μικρή κοινωνία της εποχής για πολλούς λόγους... Με κυριότερο την διαφορά ηλικίας. Της έριχνε τουλάχιστον 30 χρόνια ο παππούς - 40 έλεγε η γιαγιά και αυτός ο λογαριασμός την έφερνε συνομήλικη με τον πατέρα μου ο οποίος γινόταν έξαλος γιατί η γιαγιά τον εκνεύριζε γενικώς αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία- και ήταν και εισαγγελέας εφετών οπότε φαντάζομαι πως περίμεναν από εκείνον μια άλλη επιλογή πιο συντηρητική. Και όταν είδαν την γιαγιά μου, πανέμορφη, πιτσιρίκα, ξανθιά, γαλανομάτα και μινιόν, σηκώθηκε μέγα σούσουρο... Βέβαια στην πορεία αποδείχτηκε πως η γιαγιά πέρα από εμφάνιση διέθετε και τσαγανό και σύντομα όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα.. Και ο παππούς την είχε στα πούπουλα.. Την έστελνε συχνά στην Αθήνα να ψωνίζει υφάσματα και να ράβει τα ρούχα της, αργότερα η γιαγιά έγινε από τις καλύτερες πελάτισσες του Τσούχλου, της είχε γυναίκες για να την βοηθάνε στο σπίτι, οργάνωναν διαρκώς βεγγέρες και μέσα σε όλη αυτή την χαρά, γεννήθηκε και η μαμά μου...
Αργότερα, μετακόμισε στην Αθήνα η οικογένεια, ο παπούς έγινε εισαγγελέας στον Άρειο Πάγο, σκληρός και αδέκαστος με όλους - ο φίλος μου ο Αλέξης ο Κούγιας μου έλεγε πως μέχρι πρόσφατα ανέτρεχαν σε αποφάσεις του παππού και πως θα έτριζαν τα κόκαλα του που είχε εγγονή εμένα- αλλά με την γιαγιά και την μαμά μου έλειωνε σαν βούτυρο... Και όταν έπαθε ένα εγκεφαλικό που τον κράτησε για χρόνια κατάκοιτο η γιαγιά, παρόλο που δεν ήταν καν σαράντα, του στάθηκε κερί αναμένο... Και όταν πέθανε -είχε ήδη παντρευτεί και η μαμά μου- αποφάσισε να ταξιδέψει... Και αλώνισε όλον τον κόσμο, μέχρι Ινδίες έφτασε η χάρη της και είχε ατελείωτες φωτογραφίες να μας δείχνει και να μας μαγεύει... Η γιαγιά στους καταράκτες του Νιαγάρα, η γιαγιά στις πυραμίδες, η γιαγιά σκαρφαλωμένη στην πλάτη μιας καμίλας, η γιαγιά να κρατάει ένα φίδι να και να γελάει με την καρδιά της, η γιαγιά να έχει το κεφάλι της κάτω από το πόδι ενός ελέφαντα, η γιαγιά έξω από την Chanel στο Παρίσι (και μέσα εννοείται).
Κάποια στιγμή μαζεύτηκε πίσω στην Αθήνα, θα είμασταν γύρω στα οκτώ εγώ και γύρω στα τρία η αδερφή μου όταν την πρωτογνωρίσαμε, αγόρασε ένα σπίτι στο Κουκάκι και μπήκε στην ζωή μας με φούρια... Θυμάμαι πως το καλύτερο μου ήταν όταν πηγαίναμε σπίτι της και με άφηνε να εξερευνώ τα συρτάρια της τουαλέτας της... Είχε μια τουαλέτα με καθρέφτη και βελούδινο σκαμπώ στο υπνοδωμάτιο της, όλο συρτάρια και ντουλαπάκια, γεμάτα θησαυρούς... Κοσμήματα απίστευτα - γιατί ο παπούς ήταν extremely large- μεταξωτά γάντια, δαντελένια μαντήλια, μπουκαλάκια με αρώματα, καλλυντικά, μέχρι και ένα ζευγάρι κιάλια για την όπερα, φιλντισένια με χρυσαφί λαβή.. Με τις ώρες καθόμουν και τα ανακάτευα και μετά εφορμούσα στις ντουλάπες της... Με τα φοβερά ρούχα και τα ακόμα φοβερότερα αξεσουάρ... Ετολ από μινκ, μανσόν από αλεπού, παλτά από ζιμπελίνες... Και παπούτσια... Ατελειώτα ψηλοτάκουνα πάντα παπούτσια, τύφλα να έχει η Ιμέλντα Μάρκος, διότι η γιαγιά το πρωί σηκωνόταν, ντυνόταν, και βαφόταν στην τρίχα, ακόμα και όταν δεν επρόκειτο να ξεμυτήσει από το σπίτι... Το θεωρούσε τραγικό να της χτυπήσει την πόρτα η γειτόνισσα και να την βρει ατημέλητη... Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως δεν το έκανε για τους άλλους όλο αυτό... Για τον εαυτό της το έκανε... Αυτή η κοκεταρία της την έκανε να κρατιέται νέα και δραστήρια... Η γιαγιά δεν αφέθηκε ποτέ.. Ακόμα και όταν κατάπεσε από το ζάχαρο, και ήρθε να μείνει μαζί μας, ήταν πάντα σενιαρισμένη... Με τις ωραίες της τις ρόμπες και τα ασορτί παντοφλάκια, με το μανικιούρ της, με το κομωτήριο της.. Και όταν πέθανε, 79 χρονών όπως ανακαλύψαμε γιατί εκείνη μέχρι τελευταία στιγμή έλεγε 65, δεν έμοιαζε ούτε ώρα πάνω από τόσο... Παρά την ταλαιπωρία της...
Σας τα λέω όλα αυτά γιατί εχτές η μαμά μου ανακάλυψε κάπου το τετράδιο με τις συνταγές της και μου το έφερε... Σκέφτηκε ότι τώρα που έχω αρχίσει και ασχολούμαι με την κουζίνα μπορεί να μου φανεί χρήσιμο... Βλέπετε η απρόβλεπτη γιαγιά μου, που θεωρητικά ήταν ο τελευταίος άνθρωπους που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι θα ήξερε να βράζει έστω νερό για μακαρόνια, ήταν εκπληκτική μαγείρισα. Κάποια στιγμή μάλιστα, ενώ είχε μια πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα ανακάλυψε το περίφημο φουρνάκι CAZA και άρχισε να μαγειρεύει τα πάντα εκεί... Τόσα χρόνια μετά και το θυμάμαι σαν να το βλέπω μπροστά μου. Ένα στρογγυλό, σιδερένιο κατασκεύασμα, κάτι μεταξύ τεράστιας κατσαρόλας και ταψιού με καπάκι, με ένα γιάλινο φιλιστρίνι στην κορυφή και καλώδιο που έμπαινε στην πρίζα, που χωρούσε μέσα ένα στρογγυλό ταψί... Μέσα από αυτό το φουρνάκι CAZA λοιπόν, η γιαγιά έβγαζε αριστουργήματα... Από μυρωδάτα κέϊκ και τραγανές πίτσες, μέχρι τα νοστιμότερα γεμιστά που έχω φάει και μια αφράτη κρεατόπιτα που μοσχοβολούσε σε όλο το τετράγωνο... Οι συνταγές είναι όλες στο τετράδιο της... Ένα ταλαιπωρημένο, σχολικό τετράδιο, όπου τα αλμυρά να ανακατεύονται με τα γλυκά και πολλά υλικά είναι σε οκάδες και δράμια ή έχουν παράξενα ονόματα όπως "αλεύρι αμερικής" ή "αλεύρι σούπας", αλλά με τις σελίδες να κρατάνε ακόμα μια ελαφριά μυρωδιά από το άρωμα της, Chane No 5 πάντα, και ονόματα όπως "Κοπεγχάγη κυρίας Κουτσούρου" ή "Γλυκό μωσαϊκό κυρίας Πούλας".
Η γιαγιά μου πέθανε όταν ο Άρις ήταν περίπου τριών χρονών... Έφυγε γρήγορα και δεν την έκλαψα όχι γιατί δεν την αγαπούσα - ίσα- ίσα που την λάτρευα γιατί είχαμε πολλά κοινά όπως με λάτρευε και εκείνη- αλλά γιατί ήμουν σίγουρη πως εκεί που πήγε θα περνάει μια χαρά... Άλλωστε έφυγε νωρίς μεν αλλά πλήρης έργων, αγαπήθηκε πολύ, ταξίδεψε, πέρασε καλά, είδε το παιδί της ταχτοποιημένο, είδε εγγόνια και δισέγγονο, και είχε και τις επιτυχίες της στο ενδιάμεσο... Και το κυριότερο, είχε μυαλά μικρού παιδιού μέχρι τέλους, με την καλή έννοια, πράγμα που την διαφοροποιούσε πάντα από τις κανονικές γιαγιάδες... Φανταστείτε πως όταν κάποτε έκανα εγχείριση σκωληκοειδίτιδας, κάπου εκεί στα 16 μου, όταν ξύπνησα από την νάρκωση πεινούσα πολύ αλλά δεν έπρεπε να φάω... Πήρα τηλέφωνο την γιαγιά μου λοιπόν και της παραπονέθηκα και μία ώρα μετά κατεύθασε στην κλινική με ένα τεράστιο τάπερ πουρέ και τέσσερα σουβλάκια με πίτα που ήξερε πως ήταν τα αγαπημένα μου... Τα οποία έφαγα φυσικά και όταν το ανακάλυψε έντρομος ο χειρούργος ο οποίος φοβόταν μην σπάσουν τα ράμματα και τόλμησε να της πει "μα καλά και εσείς, μεγάλη γυναίκα, τι σκεφτόσασταν όταν της τα φέρνατε?" τον κατακεραύνωσε με την τέλεια ατάκα... " Εσείς τι σκέφτεστε που σας πληρώνουμε έναν περίδρομο λεφτά εδώ μέσα για να αφήνετε το παιδί μας να πεινάει... Ντροπή σας κύριε, που είστε και επιστήμων!!" Φυσικά ούτε τα ράμματα έσπασαν ούτε τίποτα... Και όποτε θυμάμαι αυτή την ιστορία γελάω τρελά γιατί αυτή ήταν η γιαγιά μου... Δεν μάσαγε πουθενά και είχε την τελευταία λέξη πάντα... Και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ξέρω πολύ καλά πως θα είναι μια χαρά οργανωμένη, εκεί ψηλά... Με τις παρέες της, με το χαρτάκι της και τους ωραιότερους μεσήλικες του Παραδείσου να συνωστίζονται στα πόδια της...
Καλημέρα και πολλά φιλιά σε όλους...
Υ.Γ. Στην φωτογραφία η γιαγιά μου λίγο πριν αρωστήσει... Πρέπει να ήταν γύρω στα 75 και μην μου πείτε ότι της φαινόταν....
Αργότερα, μετακόμισε στην Αθήνα η οικογένεια, ο παπούς έγινε εισαγγελέας στον Άρειο Πάγο, σκληρός και αδέκαστος με όλους - ο φίλος μου ο Αλέξης ο Κούγιας μου έλεγε πως μέχρι πρόσφατα ανέτρεχαν σε αποφάσεις του παππού και πως θα έτριζαν τα κόκαλα του που είχε εγγονή εμένα- αλλά με την γιαγιά και την μαμά μου έλειωνε σαν βούτυρο... Και όταν έπαθε ένα εγκεφαλικό που τον κράτησε για χρόνια κατάκοιτο η γιαγιά, παρόλο που δεν ήταν καν σαράντα, του στάθηκε κερί αναμένο... Και όταν πέθανε -είχε ήδη παντρευτεί και η μαμά μου- αποφάσισε να ταξιδέψει... Και αλώνισε όλον τον κόσμο, μέχρι Ινδίες έφτασε η χάρη της και είχε ατελείωτες φωτογραφίες να μας δείχνει και να μας μαγεύει... Η γιαγιά στους καταράκτες του Νιαγάρα, η γιαγιά στις πυραμίδες, η γιαγιά σκαρφαλωμένη στην πλάτη μιας καμίλας, η γιαγιά να κρατάει ένα φίδι να και να γελάει με την καρδιά της, η γιαγιά να έχει το κεφάλι της κάτω από το πόδι ενός ελέφαντα, η γιαγιά έξω από την Chanel στο Παρίσι (και μέσα εννοείται).
Κάποια στιγμή μαζεύτηκε πίσω στην Αθήνα, θα είμασταν γύρω στα οκτώ εγώ και γύρω στα τρία η αδερφή μου όταν την πρωτογνωρίσαμε, αγόρασε ένα σπίτι στο Κουκάκι και μπήκε στην ζωή μας με φούρια... Θυμάμαι πως το καλύτερο μου ήταν όταν πηγαίναμε σπίτι της και με άφηνε να εξερευνώ τα συρτάρια της τουαλέτας της... Είχε μια τουαλέτα με καθρέφτη και βελούδινο σκαμπώ στο υπνοδωμάτιο της, όλο συρτάρια και ντουλαπάκια, γεμάτα θησαυρούς... Κοσμήματα απίστευτα - γιατί ο παπούς ήταν extremely large- μεταξωτά γάντια, δαντελένια μαντήλια, μπουκαλάκια με αρώματα, καλλυντικά, μέχρι και ένα ζευγάρι κιάλια για την όπερα, φιλντισένια με χρυσαφί λαβή.. Με τις ώρες καθόμουν και τα ανακάτευα και μετά εφορμούσα στις ντουλάπες της... Με τα φοβερά ρούχα και τα ακόμα φοβερότερα αξεσουάρ... Ετολ από μινκ, μανσόν από αλεπού, παλτά από ζιμπελίνες... Και παπούτσια... Ατελειώτα ψηλοτάκουνα πάντα παπούτσια, τύφλα να έχει η Ιμέλντα Μάρκος, διότι η γιαγιά το πρωί σηκωνόταν, ντυνόταν, και βαφόταν στην τρίχα, ακόμα και όταν δεν επρόκειτο να ξεμυτήσει από το σπίτι... Το θεωρούσε τραγικό να της χτυπήσει την πόρτα η γειτόνισσα και να την βρει ατημέλητη... Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως δεν το έκανε για τους άλλους όλο αυτό... Για τον εαυτό της το έκανε... Αυτή η κοκεταρία της την έκανε να κρατιέται νέα και δραστήρια... Η γιαγιά δεν αφέθηκε ποτέ.. Ακόμα και όταν κατάπεσε από το ζάχαρο, και ήρθε να μείνει μαζί μας, ήταν πάντα σενιαρισμένη... Με τις ωραίες της τις ρόμπες και τα ασορτί παντοφλάκια, με το μανικιούρ της, με το κομωτήριο της.. Και όταν πέθανε, 79 χρονών όπως ανακαλύψαμε γιατί εκείνη μέχρι τελευταία στιγμή έλεγε 65, δεν έμοιαζε ούτε ώρα πάνω από τόσο... Παρά την ταλαιπωρία της...
Σας τα λέω όλα αυτά γιατί εχτές η μαμά μου ανακάλυψε κάπου το τετράδιο με τις συνταγές της και μου το έφερε... Σκέφτηκε ότι τώρα που έχω αρχίσει και ασχολούμαι με την κουζίνα μπορεί να μου φανεί χρήσιμο... Βλέπετε η απρόβλεπτη γιαγιά μου, που θεωρητικά ήταν ο τελευταίος άνθρωπους που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι θα ήξερε να βράζει έστω νερό για μακαρόνια, ήταν εκπληκτική μαγείρισα. Κάποια στιγμή μάλιστα, ενώ είχε μια πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα ανακάλυψε το περίφημο φουρνάκι CAZA και άρχισε να μαγειρεύει τα πάντα εκεί... Τόσα χρόνια μετά και το θυμάμαι σαν να το βλέπω μπροστά μου. Ένα στρογγυλό, σιδερένιο κατασκεύασμα, κάτι μεταξύ τεράστιας κατσαρόλας και ταψιού με καπάκι, με ένα γιάλινο φιλιστρίνι στην κορυφή και καλώδιο που έμπαινε στην πρίζα, που χωρούσε μέσα ένα στρογγυλό ταψί... Μέσα από αυτό το φουρνάκι CAZA λοιπόν, η γιαγιά έβγαζε αριστουργήματα... Από μυρωδάτα κέϊκ και τραγανές πίτσες, μέχρι τα νοστιμότερα γεμιστά που έχω φάει και μια αφράτη κρεατόπιτα που μοσχοβολούσε σε όλο το τετράγωνο... Οι συνταγές είναι όλες στο τετράδιο της... Ένα ταλαιπωρημένο, σχολικό τετράδιο, όπου τα αλμυρά να ανακατεύονται με τα γλυκά και πολλά υλικά είναι σε οκάδες και δράμια ή έχουν παράξενα ονόματα όπως "αλεύρι αμερικής" ή "αλεύρι σούπας", αλλά με τις σελίδες να κρατάνε ακόμα μια ελαφριά μυρωδιά από το άρωμα της, Chane No 5 πάντα, και ονόματα όπως "Κοπεγχάγη κυρίας Κουτσούρου" ή "Γλυκό μωσαϊκό κυρίας Πούλας".
Η γιαγιά μου πέθανε όταν ο Άρις ήταν περίπου τριών χρονών... Έφυγε γρήγορα και δεν την έκλαψα όχι γιατί δεν την αγαπούσα - ίσα- ίσα που την λάτρευα γιατί είχαμε πολλά κοινά όπως με λάτρευε και εκείνη- αλλά γιατί ήμουν σίγουρη πως εκεί που πήγε θα περνάει μια χαρά... Άλλωστε έφυγε νωρίς μεν αλλά πλήρης έργων, αγαπήθηκε πολύ, ταξίδεψε, πέρασε καλά, είδε το παιδί της ταχτοποιημένο, είδε εγγόνια και δισέγγονο, και είχε και τις επιτυχίες της στο ενδιάμεσο... Και το κυριότερο, είχε μυαλά μικρού παιδιού μέχρι τέλους, με την καλή έννοια, πράγμα που την διαφοροποιούσε πάντα από τις κανονικές γιαγιάδες... Φανταστείτε πως όταν κάποτε έκανα εγχείριση σκωληκοειδίτιδας, κάπου εκεί στα 16 μου, όταν ξύπνησα από την νάρκωση πεινούσα πολύ αλλά δεν έπρεπε να φάω... Πήρα τηλέφωνο την γιαγιά μου λοιπόν και της παραπονέθηκα και μία ώρα μετά κατεύθασε στην κλινική με ένα τεράστιο τάπερ πουρέ και τέσσερα σουβλάκια με πίτα που ήξερε πως ήταν τα αγαπημένα μου... Τα οποία έφαγα φυσικά και όταν το ανακάλυψε έντρομος ο χειρούργος ο οποίος φοβόταν μην σπάσουν τα ράμματα και τόλμησε να της πει "μα καλά και εσείς, μεγάλη γυναίκα, τι σκεφτόσασταν όταν της τα φέρνατε?" τον κατακεραύνωσε με την τέλεια ατάκα... " Εσείς τι σκέφτεστε που σας πληρώνουμε έναν περίδρομο λεφτά εδώ μέσα για να αφήνετε το παιδί μας να πεινάει... Ντροπή σας κύριε, που είστε και επιστήμων!!" Φυσικά ούτε τα ράμματα έσπασαν ούτε τίποτα... Και όποτε θυμάμαι αυτή την ιστορία γελάω τρελά γιατί αυτή ήταν η γιαγιά μου... Δεν μάσαγε πουθενά και είχε την τελευταία λέξη πάντα... Και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ξέρω πολύ καλά πως θα είναι μια χαρά οργανωμένη, εκεί ψηλά... Με τις παρέες της, με το χαρτάκι της και τους ωραιότερους μεσήλικες του Παραδείσου να συνωστίζονται στα πόδια της...
Καλημέρα και πολλά φιλιά σε όλους...
Υ.Γ. Στην φωτογραφία η γιαγιά μου λίγο πριν αρωστήσει... Πρέπει να ήταν γύρω στα 75 και μην μου πείτε ότι της φαινόταν....