Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Στην τύχη....

Διάλεξα ένα ακόμα κεφάλαιο τυχαία, έτσι για να πάρετε και μια ιδέα ...δράσης.... Αυτό είναι και το τελευταίο κομμάτι από το βιβλίο μου που θα ανεβάσω, μια που προτιμώ το υπόλοιπο να το διαβάσετε όταν τελειώσει και εκδοθεί... Ελπίζω ειλικρινά να το βρείτε,τουλάχιστον διασκεδαστικό... Και ενδιαφέρον.... Θα τα πούμε σύντομα με πιο καθμερινά πράγματα.... Φιλιά....

Στον παράδρομο της Κηφισίας, έξω από το Guzel γίνεται πανζουρλισμός… Κόσμος συνωστίζεται στην είσοδο περιμένοντας να μπει και τα αυτοκίνητα πηγαίνουν σημειωτόν. Η Δανάη που κάθεται στην θέση του συνοδηγού κατεβάζει λίγο το παράθυρο και κοιτάζει έξω άναυδη :
«Συγγνώμη εκεί πάμε και εμείς? Εκεί που είναι μαζεμένα όλα εκείνα τα παιδάκια?»
Η Αθηνά πάλι δεν δείχνει να συμμερίζεται την αγωνία της φίλης της. Με το αυτοκίνητο σχεδόν ακινητοποιημένο, ο παρκαδόρος ασχολείται ακόμη με το μπροστινό, ελέγχει το μακιγιάζ της στο καθρέφτη.
«Ακούς παιδί μου τι σου λέω? Αυτά είναι όλα σαν τον Αλέξανδρο! Άντε λίγο μεγαλύτερα! Τι θα κάνουμε εμείς εδώ? Αμφιβάλλω αν θα μας βάλουν μέσα δηλαδή… Εκτός αν βάλει μέσον η Άννα κανέναν συμμαθητή του γιου της… Πες ρε Άννα και ‘συ… »
«Εμείς έχουμε έρθει μια φορά με τον Κώστα παλιότερα… Και ήταν πολύ ωραία. Έχει και έναν prive χώρο κάπως υπερυψωμένο φαγητό … Βέβαια η αλήθεια είναι ότι έχει πέσει μάλλον ο μέσος όρος ηλικίας αλλά μπορεί μέσα να είναι αλλιώς… Μπορεί όλα αυτά τα πιτσιρίκια να περιμένουν να μπουν αλλά να μην τα βάζουν…»
«Πάντως τόση ώρα που περιμένουμε να φτάσουμε , μια χαρά βλέπω και τα βάζουν… Έχετε τρελαθεί και οι δύο μωρέ… Και καλά … Η άλλη ήταν τρελή από πάντα… Εσύ? Πότε κόλλησες? Δεν πηγαίναμε καλύτερα να πιούμε ποτό στα Balloons…»
Η Αθηνά αφήνει το αυτοκίνητο να κυλήσει λίγο ακόμη και ο παρκαδόρος της κάνει νόημα να το αφήσει εκεί που είναι.
«Λοιπόν, αφήστε τις μουρμούρες και κατεβείτε… Μια χαρά είναι το μαγαζάκι, μέσα μας περιμένει και ο Γιάννης, άντε… Για να δω χαμόγελα και κέφι… Μην δείχνουμε σαν να έχω βγάλει τις θείες μου βόλτα…»
«Τώρα θα σου έλεγα κάτι για την θεία σου…» ψιθύρισε η Δανάη αλλά εντωμεταξύ είχε άλλο θέμα να λύσει. Το ανέβασμα και το κατέβασμα από το αυτοκίνητο της Αθηνάς, ένα θηριώδες BMW X5 της δημιουργούσε πάντα πρόβλημα. Κοντούλα και στρουμπουλή δεν ήταν ακριβώς ο τύπος τον οποίον είχε στο μυαλό του ο άνθρωπος που το σχεδίασε. Ευτυχώς ο παρκαδόρος της έδωσε το χέρι του χαμογελαστά…
«Να σας βοηθήσω?»
«Να με βοηθήσεις… Εδώ που φτάσαμε, ας μπούμε τουλάχιστον αρτιμελείς.. Ευχαριστώ πολύ..»
Ακολουθώντας την Αθηνά και σπρώχνοντας διάφορα πιτσιρίκια που τις κοίταζαν βλοσυρά έφτασαν μέχρι τον πορτιέρη, ένα ψηλό γεροδεμένο και ελαφρά αγριωπό τύπο ο οποίος όμως με το που είδε την φιλενάδα τους μεταμορφώθηκε αυτομάτως σε puppy…
«Καλησπέρα κυρία Αθηνά…. Μέρες έχουμε να σας δούμε… Είναι και ο κύριος Γιάννης μέσα με την παρέα του. Περάστε…»
Και πέρασαν…. Μέσα στο μαγαζί ο χαμός…. Παιδάκια μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, από αυτά τα εξελιγμένα, τα ολόιδια. Τα κορίτσια με ελάχιστα ρούχα και τους αφαλούς έξω χειμώνα καλοκαίρι και τα αγόρια με παντελόνια που σέρνονταν στο πάτωμα και μαλλιά που έμοιαζαν να έχουν να χτενιστούν μέρες, αν όχι χρόνια. Και όλα με ένα ποτό στο χέρι, να στέκονται ακίνητα με το βλέμμα καρφωμένο στο άπειρο παρόλη την εκκωφαντική μουσική που έκανε το πάτωμα να τρίζει κάτω από τα πόδια τους. Και μέσα στην μέση του χαμού, στο μεγάλο κεντρικό μπαρ που δέσποζε στον χώρο, ο Γιάννης Πετρίδης χαμογελαστός και κεφάτος με τρία άδεια σκαμπό γύρω του και πολύ περισσότερα παιδάκια να τον αγριοκοιτάνε, τους έγνεφε με ενθουσιασμό…
«Κορίτσια! Εδώ… Σας κρατάω θέσεις…»
Πλησίασαν σπρώχνοντας και βολεύτηκαν στα ψηλά stools.
«Άντε καλέ τόση ώρα… Τι κάνατε πια … Πόσο φάγατε? Ρίζες έχω βγάλει να σας περιμένω… Αννούλα ομόρφυνες ή μου φαίνεται? Και εσύ Δανάη μια χαρά είσαι … Κάνατε κάτι και δεν μου το είπατε? Γιατί σας βλέπω ανεβασμένες…»
«Μα βλέπεις ανεβασμένες διότι προφανώς είσαι κόκαλο…» τον πρόγκιξε η Δανάη. «Τι είναι όλα αυτά τα ποτήρια εδώ? Συλλογή κάνεις?»
Ο Γιάννης κοίταξε σχεδόν απορημένος τα ποτήρια που του έδειχνε η κοπέλα. Πραγματικά μπροστά του βρίσκονταν απόλυτα στοιχημένα τουλάχιστον επτά άδεια ποτήρια Μαργαρίτας ενώ ένα ακόμη, μισογεμάτο, ισορροπούσε με δυσκολία στο χέρι του που ανεβοκατέβαινε με ενθουσιασμό…
«Αυτά λες? Πήγα προχτές για εξετάσεις και ο γιατρός μου είπε να ελέγχω το ποτό μου γιατί έχω ψηλή χοληστερίνη… Οπότε και εγώ αποφάσισα μετράω πόσο πίνω… Κοίτα … Μία , δύο, τρεις»
«Ψηλή χοληστερίνη?» τον διέκοψε ανήσυχη η Αθηνά. «Πόσο ψηλή δηλαδή? Και εμένα γιατί δεν μου είπες τίποτα?»
«Ψηλή… Πολύ ψηλή… Θα ‘ναι και δύο μέτρα…» της απάντησε ο Γιάννης σκασμένος στα γέλια…
Τέτοια ώρα τέτοια λόγια σκέφτηκε η Αθηνά… Θα τα πούμε αύριο στο γραφείο που θα είναι ξεμέθυστος…
«Τι θα πάρουν οι κυρίες?»
Η βαθιά φωνή του Νίκου ακούστηκε ελαφρά ειρωνική μέσα στην φασαρία. Γύρισε να τον κοιτάξει και για κλάσματα δευτερολέπτου ξέχασε τον θυμό της. Ντυμένος με ένα τζιν παντελόνι και ένα γκρίζο t-shirt Von Dutch που τόνιζε τις γυμνασμένες πλάτες του και τους άψογους κοιλιακούς του και με τα μάτια του να χαμογελάνε πειρακτικά ήταν πραγματικά αχτύπητος. Όμως δεν θα τον άφηνε να την τουμπάρει… Τον κάρφωσε με το πιο παγερό της βλέμμα και του απάντησε κοφτά:
«Για μένα ξέρεις… Ο Γιάννης έχει ποτό… Εσείς κορίτσια τι θα πάρετε?»
«Μια βότκα με λεμόνι» είπε η Άννα ενώ η Δανάη τον κοίταξε σκεφτική.
«Εγώ δεν είμαι σίγουρη… Κάτι γλυκό μάλλον…»
«Ένα γαλατομπούρεκο δηλαδή?» απάντησε χαμογελώντας ο Νίκος…
«Έχετε?» Αν είναι δυνατόν σκέφτηκε η Αθηνά… Αυτή σήμερα έχει βαλθεί να την πεθάνει… «Δεν έχει αγάπη μου…Πάρε ένα ποτάκι εκεί να τελειώνουμε… Να πάει και ο άνθρωπος πίσω στην δουλειά του….»
«Εσείς είστε η δουλειά μου…» την κάρφωσε ακαριαία ο Νικολάκης… «Η εξυπηρέτηση των πελατών είναι η προτεραιότητα μας…»
«Καλά σου λέει το παιδί…» συνέχισε ακάθεκτη η Δανάη… «Λοιπόν ξέρεις τι θέλω? Ένα από αυτό το κρεμ, το γλυκό, που το σερβίρουν σε ψηλό ποτήρι, που έχει και γάλα…»
«Ένα Alexander για την κυρία λοιπόν…» είπε ο Νίκος και σκύβοντας προς το μέρος της Αθηνάς συμπλήρωσε χαμηλόφωνα… «Εσύ μωρό μου, θέλεις κάτι κρεμ σε ψηλό ποτήρι ή θα το πάρεις …χύμα….» Και χαμογελώντας ευχαριστημένος , της γύρισε την πλάτη και έφυγε για να ετοιμάσει την παραγγελία τους.
«Είναι και πρόστυχο το παλιόπαιδο…» της ψιθύρισε ο Γιάννης γελώντας. «Πρόστυχος, κούκλος και έξυπνος… Λες γι’ αυτόν να έγραψε το τραγούδι η Ναταλία? Ο άντρας ο σωστός , ο έξυπνος , ο πρόστυχος, ο γοητευτικός…» της τραγούδησε στο αυτί…
«Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις από τον να κρυφακούς? Και μάλιστα με αυτήν την φασαρία? Πως σκατά τα καταφέρνεις?»
«Είμαι εκπαιδευμένος αγάπη μου… Χρόνια στο κουρμπέτι… Διαβάζω χείλια εγώ…»
«Μωρέ δεν πα' να διαβάζεις και αυτιά… Εγώ αυτόν σήμερα θα τον τελειώσω…»
«Δεν θέλω να σε απογοητεύσω αλλά θα σου κάνω μια μαντεψιά τώρα που είμαι ακόμη νηφάλιος. Ούτε μέχρι το σπίτι σου δεν θα φτάσετε… Με τα κέφια που έχει αυτός σήμερα… Σε βλέπω να κατεβαίνεις στην τουαλέτα προτού ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις… Που έλεγε και ο… Ποιος το έλεγε μωρέ να δεις…»
«Ο Λευτέρης Πανταζής στον Παπαγάλο… Δεν ξέρω τι λες εσύ, εγώ πάντως αγάπη μου αν δεν γονατίσει στο πάτωμα να σέρνεται δεν πρόκειται ούτε το φρύδι μου να σηκώσω…»
«Μωρέ ότι θα γονατίσει θα γονατίσει… Περί αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία… Τώρα αν εσύ θα σηκώσεις το φρύδι σου ή τίποτε άλλο… Γι’ αυτό θα μου επιτρέψεις να διατηρήσω τις αμφιβολίες μου…»
«Δεν θα συνεχίσω άλλο αυτήν την συζήτηση…» είπε η Αθηνά … Και γυρίζοντας την πλάτη στον Γιάννη που εξακολουθούσε να χαμογελά με νόημα στράφηκε στην Άννα που χάζευε γύρω της αφηρημένη.
«A penny for your thoughts… Που ταξιδεύεις?»
«Πουθενά… Σκέφτομαι απλώς πως οι περισσότεροι εδώ μέσα είναι λίγο μεγαλύτεροι από τον Αλέξανδρο… Σύντομα τον βλέπω και εκείνον εδώ… Αλήθεια τον ξέρεις αυτόν που έχει το μαγαζί?»
«Τον Γιάννη τον Μωράκη ? Πολύ καλά… Είμαστε χρόνια φίλοι από τότε που πρωτοξεκίνησε να δουλεύει στο La Notte, στην Μύκονο… Μην ανησυχείς… Όταν αρχίσει να ξεπορτίζει ο κανακάρης σου θα στον έχω εγώ υπό έλεγχο σε όλα τα μαγαζιά της πόλης… Χαρτί και καλαμάρι θα μας δίνουν την αναφορά…»
«Κάτι είναι και αυτό…» είπε η Άννα … «Που ελπίζω να αργήσει να έρθει αυτή η ώρα…»
«Τα ποτά σας…» Ο Νίκος με τα ποτήρια στο χέρι έσκυψε προς το μέρος τους. «Κερασμένα από το μαγαζί…»
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας…» πετάχτηκε η Δανάη … «Ποιόν πρέπει να ευχαριστήσουμε?»
«Την φίλη σας…» απάντησε ο Νίκος γελαστά… «Τα έχει κερδίσει με την αξία της…» Και για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα λεπτά τους γύρισε την πλάτη και έφυγε…
«Αθηνά …Που το ξέρεις το παιδί?» ρώτησε η Δανάη με γνήσια απορία…
«Πλάκα μου κάνεις σήμερα ή έχεις φάει πολλές κάμπιες και σε πείραξαν? Δεν σου είπα πως τσακωθήκαμε και του κρατάω μούτρα… Και βέβαια τον ξέρω… Από κάθε άποψη μάλιστα….»
Η Δανάη την κοίταξε άναυδη… «Εννοείς ότι εσύ και αυτός… Εννοείς δηλαδή ότι αυτό είναι ο… φίλος σου? Ωχ… Μαλακία έκανα ε? Αλλά που να πάει το μυαλό μου ρε Αθηνά… Αυτό… Αυτός τέλος πάντων είναι παιδάκι…»
«Σιγά καλέ το ανήλικο…. Μην τον φοβάσαι αυτόν… Ξέρει και το πάει καλά το γράμμα..»
«Αλήθεια λέει…» πετάχτηκε ο Γιάννης … «Να δεις μια γλώσσα που ‘χει… Με την καλή την έννοια…»
«Sorry, sorry…" είπε η Δανάη ρουφόντας νευρικά μια γουλιά από το ποτό της..." Δεν ξαναμιλάω άλλο… Απαπα… Θα βρω και τον μπελά μου τελικά… Θα πιω ωραία και ήσυχα το ποτό μου, και δεν θα με ξανακούσετε μέχρι να φύγουμε… Άσε που για να μιλήσεις εδώ μέσα πρέπει να πάθεις λαρυγγίτιδα…»
«Καλέ… Που πάει ο δικός σου? Φεύγει?» Ο Γιάννης την σκουντούσε πιτσιλώντας ταυτοχρόνως το Armani της με Μαργαρίτα. Η Αθηνά γύρισε και είδε τον Νίκο να βγαίνει από την μπάρα και να κατευθύνεται προς το μέρος μια μελαχρινής πιτσιρίκας που καθόταν μόνη της σε μια άκρη του μπαρ.
«Να αυτή είναι που σου είπα… Τον τριγυρίζει όλο το βράδυ σαν πιράνχας… Αν συνεχίσεις να κρατάς τουπέ… Μας βλέπω να την χάνουμε την μάχη…»
«Σιγά μην χάσω εγώ την μάχη από αυτό το νιάνιαρο… Πόλεμο θέλει το χρυσό μου? Πόλεμο θα έχει… Και εγώ άμα θέλω γίνομαι Ζίνα…»
«The warrior princess ή Πέγκυ?» χαχάνισε ο Γιάννης… «Βλέπω την βραδιά να εξελίσσεται σε θρίλερ… «Παρακαλώ…. Μια Μαργαρίτα ακόμη…» φώναξε στον νεαρό που αντικαθιστούσε τον Νίκο… «Και σβέλτα…»
Η Αθηνά κοίταξε γύρω της διερευνητικά… Τα πράγματα δεν ήταν πολύ εύκολα σε ένα μαγαζί γεμάτο σχεδόν ανήλικα, πράγματι, αλλά … το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι… Έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο για να μπορέσει να μιλήσει με ησυχία.
«Μάνο… Η Αθηνά είμαι… Πόσες χάρες μου χρωστάς? Ήρθε η ώρα να τις ξοφλήσεις… Είμαι στο Guzel και θέλω να την σπάσω στο δικό μου… Επειγόντως… Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι εδώ? Είσαι θεός μωρό μου… Δεν χρειάζεται να σου πω τι πρέπει να κάνεις… Αυτοσχεδίασε… Θα είμαι στο μπαρ…» Ο Μάνος Θεοδώρου, παιδικός της φίλος είχε υπάρξει από τους ωραιότερους άντρες στην Αθήνα. Ακόμη και σήμερα, στα σαράντα δύο του εξακολουθούσε να είναι απίστευτα γοητευτικός ενώ η τεράστια περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του τον βοηθούσε να διατηρεί ένα στυλ που άφηνε ελάχιστες γυναίκες ασυγκίνητες…
Η Αθηνά επέστρεψε στο μπαρ χαμογελώντας… «Κοίτα να μαθαίνεις…» ψιθύρισε στον Γιάννη και θρονιάστηκε στο σκαμπό της. Έριξε μια ματιά στην άλλη άκρη του μπαρ και ένοιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι… Ο Νίκος είχε πιάσει την πιτσιρίκα αγκαλιά και της μουρμούριζε στο αυτί χαμογελώντας. Για δευτερόλεπτα σήκωσε το βλέμμα του και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της κοροϊδευτικά… «Καλάαααα…» σκέφτηκε η Αθηνά… «Περίμενε μαλακισμένο και θα σε φτιάξω εγώ…»
Εντωμεταξύ ένας πιτσιρικάς, δεν θα ήταν πάνω από δεκαοκτώ πλησίασε την Δανάη χαμογελώντας…
«Καλησπέρα…»
«Καλησπέρα…»
«Να καθίσω λίγο δίπλα σας?»
«Και δεν κάθεσαι… Τώρα που βρήκες άδειο σκαμπό εκμεταλλεύσου το…» γέλασε η Δανάη.
«Έρχεστε συχνά εδώ? Γιατί δεν σας έχω ξαναδεί… Θα σας είχα προσέξει σίγουρα…»
«Όχι, πρώτη φορά έρχομαι…» Η Δανάη αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήθελε ο νεαρός… Πολύ ευγενικό παιδί φαινόταν, με τον πληθυντικό του και με τα όλα του…
«Καπνίζετε?» της πρόσφερε ένα πακέτο Marlboro…
«Όχι ευχαριστώ… …»
«Δεν καπνίζετε, δεν πίνετε και πολύ απ’ ότι βλέπω… Τι άλλο δεν κάνετε?» ο νεαρός έσκυψε περισσότερο προς το μέρος της … Που να ακούσει κι αυτός μέσα στην φασαρία… σκέφτηκε η Δανάη… Πως διασκεδάζουν και αυτά τα παιδιά…
«Νομίζω πως γενικά κάνω ένα σωρό πράγματα….» του απάντησε… «Εσύ ας πούμε με τι ασχολείσαι?»
«Εγώ , αν θέλεις μπορώ να ασχοληθώ μαζί σου σήμερα το βράδυ..»
Η Δανάη τον κοίταξε μπερδεμένη… «Συγγνώμη αλλά δεν κατάλαβα… Τι εννοείς να ασχοληθείς μαζί μου?»
«Συνήθως δεν πάω με τόσο μεγαλύτερες γυναίκες» της απάντησε ο πιτσιρικάς στην ψύχρα, «αλλά για σένα θα κάνω μια εξαίρεση… Άλλωστε ξέρεις τι λένε… Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει…»
Τα όσα επακολούθησαν θύμιζαν ταινία του Αλμοδοβάρ. Η Δανάη γούρλωσε τα μάτια της άναυδη και προτού καταλάβει κανείς οτιδήποτε άρπαξε την τσάντα της, μια ασήκωτη μαύρη Prada μέσα στη οποία κουβαλούσε χίλια πράγματα και την κοπάνησε στο κεφάλι του πιτσιρικά ο οποίος δεν πρόλαβε να φυλαχτεί και είδε αστεράκια… Μέχρι να καταλάβουν οι υπόλοιποι τι είχε συμβεί του είχε ρίξει τουλάχιστον δύο τσαντιές ακόμη ενώ η φωνή της κόντεψε να σκεπάσει ακόμη και την εκκωφαντική μουσική…
«Να πας να … αλέσεις αλλού… Κωλόπαιδο! Ε, κωλόπαιδο!»
Πέσανε όλοι επάνω της να σώσουν τον πιτσιρικά που προτίμησε να φύγει τρέχοντας όσο ήταν καιρός με τον φόβο της μαύρης Prada να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του στην κυριολεξία..
«Τι έπαθες παιδάκι μου και τον σακάτεψες τον χριστιανό?»
«Μα δεν άκουσες τι μου είπε? Που ήθελε να με… αλέσει… Ένα ξένο κωλόπαιδο, ξαφνικά… Έχω τέτοια σύγχυση αυτή την στιγμή που αν δεν φύγω τώρα θα αρχίσω να σε κοπανάω και εσένα με την τσάντα… Τι ήθελα και σε άκουσα… Αφού τα ξέρω…»
«Κάτσε ρε παιδάκι μου… Δεν σου είπε και τίποτα ο άνθρωπος… Και στην τελική, κομπλιμέντο σου έκανε… Του άρεσες του παιδιού…»
«Αν εσύ θεωρείς κομπλιμέντο να σου λένε άσχετοι πιτσιρικάδες πως θέλουν να σε … αλέσουν νυχτιάτικα , τότε, τι να σου πω… Είσαι βαθιά διαταραγμένη… Εγώ πάντως θα φύγω τώρα και θα προσπαθήσω να ξεχάσω την σημερινή βραδιά… Για πάντα…»
«Άσε Αθηνούλα… Θα πάω εγώ μαζί της..» είπε η Άννα που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ… Η φίλη τους, που δεν την είχε ικανή να πειράξει ούτε μυρμήγκι, είχε τουλουμιάσει ένα πιτσιρικά μέσα σε ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο και τον είχε τρέψει σε άτακτη φυγή…. «Θα έφευγα έτσι κι αλλιώς… Έχω νυστάξει… θα πάρουμε μαζί ένα ταξί και θα τα πούμε το πρωί.. Εντάξει?»
«Εντάξει… Τι να πω… Να την προσέχεις … Μην δείρει και τον ταξιτζή…»
Η Άννα έπιασε την Δανάη που έβραζε ακόμη από τον θυμό της από το μπράτσο και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο…
«Ελπίζω να έχει προλάβει να απομακρυνθεί ο συφοριασμένος γιατί τον βλέπω να τρώει και τις υπόλοιπες…» της είπε ο Γιάννης. «Πάντως θεά η δικιά σου… Δεν μάσησε καθόλου… Και την είχα για πιο cool τύπο…»
«Κάτι μου λέει πως έχασα το καλύτερο…» Ο Μάνος που δεν τον είχε δει να έρχεται μέσα στην αναμπουμπούλα, έσκυψε πάνω από τον ώμο της και κόλλησε τα χείλια του στον λαιμό της. «Είδα την Άννα έξω και μου τα είπε στα γρήγορα… Προσπαθούσε να βάλει την Δανάη σε ένα ταξί…» Κάθισε στο σκαμπό δίπλα της και έγνεψε στον Γιάννη… «Τι έγινε? Κρατάς παρέα στο κορίτσι μας?»
«Αυτό είναι το δράμα μου… Όλο παρέα σε κορίτσια κρατάω… Από αγόρια τίποτα… Έχει πέσει δάκος…»
«Δεν βαριέσαι Γιαννάκη μου, θα έρθει η ώρα που θα βρεθεί εκείνος που θα εκτιμήσει τον ψυχικό σου κόσμο…» είπε ο Μάνος κοιτάζοντας γύρω του.
«Βρε ποιος τον χέζει τον ψυχικό μου κόσμο… Μπορεί να βρεθεί ένας να εκτιμήσει το κορμί μου προς το παρόν? Και μετά έχει ο Θεός…»
Ο Μάνος έγνεψε γελώντας στον μπάρμαν… «Ένα γύρο ακόμη για τον κύριο και την κυρία και ένα μαύρο Johnny με πάγο για μένα..»
«Και σβέλτα…» συμπλήρωσε ο Γιάννης σκασμένος στα γέλια…
«Για πες λοιπόν μωρό μου…» της ψιθύρισε ο Μάνος στο αυτί της Αθηνάς βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι του πάνω στο πόδι της… «Ποιόν έχεις βαλθεί να στείλεις σήμερα? Ελπίζω να αξίζει τον κόπο που κάλεσες το ιππικό…» Και με αυτά τα λόγια την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του και την ξαναφίλησε στον λαιμό πνίγοντας ένα χαχανητό…
«Καλά, έχει καρφωθεί όσο δεν φαντάζεσαι… Μόνο που δεν την έχει σπρώξει στην άκρη την πιτσιρίκα για να μην του κόβει την θέα…» είπε ο Γιάννης. «Αν συνεχίστε έτσι τον βλέπω να έρχεται εδώ και να γίνεται χαμός…»
«Αν συνεχίσουμε έτσι?» Ο Μάνος έχωσε το ένα του χέρι κάτω από την φούστα της Αθηνάς ενώ με το άλλο την τραβούσε προς το μέρος του δίνοντας της ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα…
«Αυτό το παιχνιδάκι το παίζουμε από τα δεκαπέντε μας» συμπλήρωσε η Αθηνά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του… «Έχουμε στείλει κόσμο εμείς έτσι… Είμαστε πρωταθλητές…»
«Εδώ εγώ που ξέρω πως κάνετε πλάκα και κοντεύω να καυλώσω… Ή μήπως δεν κάνετε πλάκα… Πάω να ρίξω λίγο νερό στην μούρη μου γιατί έχουν αρχίσει και με πιάνουν οι Μαργαρίτες.. Προσπαθήστε να μην το κάνετε πάνω στην μπάρα…Αυτός δε… Καλά….Έχει λυσσάξει..» Ο Γιάννης απομακρύνθηκε κουνιστός και λυγιστός και περνώντας μπροστά από τον Νίκο ανασήκωσε το φρύδι του… «Ουπς!» του ψιθύρισε…
Ο Μάνος αγκάλιασε την Αθηνά σφιχτά και την τράβηξε επάνω του.. «Έτοιμη για την τελική?» την ρώτησε δίνοντας ένα ακόμη φιλί ? «Σαν έτοιμη από καιρό…» του ψιθύρισε εκείνη και τον χάιδεψε απαλά … Άφησαν να περάσουν μερικά λεπτά, φιλήθηκαν λίγο ακόμα, και μετά σηκώθηκαν αγκαλιασμένοι και κατευθύνθηκαν προς την σκάλα που οδηγούσε στην τουαλέτα. Η κυρία Μαρία που στεκόταν σαν κέρβερος μπροστά από τις τουαλέτες , ακριβώς για να αποφεύγονται τέτοιου είδους φάσεις κατέβασε το περιοδικό που διάβαζε και τους κοίταξε αυστηρά… «Τι σκαρώνετε πάλι εσείς οι δύο?» Τους ήξερε χρόνια.. Από τότε που δούλευε στα Εννιάρια και τις Μούσες και αργότερα στο Mayar τους είχε δει να μεγαλώνουν, πάντα αυτοκόλλητοι, και ήξερε πολύ καλά τι ετοιμαζόντουσαν να κάνουν…
«Έλα κυρά Μαρία… είναι για καλό σκοπό…» της είπε ο Μάνος γελώντας… «Που να πάμε? Στις αντρικές ή στις γυναικείες?»
«Έχετε χάρη που σας ξέρω τόσα χρόνια… Τι έγινε, με τον Νικολάκη τα έχετε βάλει σήμερα? Αν και εδώ που τα λέμε… Του χρειάζεται ένα μαθηματάκι γιατί το έχει καβαλήσει λίγο το καλάμι… Στις αντρικές είναι μόνο ο δικός σας, προς το παρόν… Ο Γιάννης…Ότι κάνετε όμως κάντε το γρήγορα γιατί δεν θα μείνουν άδειες για πολύ… Μην βρω και τον μπελά μου….»
Ο Μάνος έσκασε ένα φιλί στην κυρία Μαρία και τράβηξε την Αθηνά μέσα στην τουαλέτα… Κλείστηκαν στην πρώτη αδειανή και περίμεναν… Όχι για πολύ…Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά και….
«Μέσα είναι?»
«Τι λες παιδάκι μου? Ποιος να είναι μέσα?» έκανε την άσχετη η δικιά τους…
«Ξέρεις τι λέω κυρά Μαρία…. Τους είδα που κατέβαιναν… Πες μου που είναι γιατί θα αρχίσω να χτυπάω τις πόρτες… Θα το σπάσω το μπουρδέλο… Λέγε..»
«Δεν ξέρω τι λες παιδάκι μου…» συνέχισε το παραμύθι η κυρά Μαρία, τύφλα να’ χει η Κατίνα Παξινού… «Ποιόν ψάχνεις?»
Εκείνη την στιγμή βγήκε από την τουαλέτα ο Γιάννης …
«Εσύ!…» τον βούτηξε ο Νίκος απ΄ τον γιακά… « Που είναι λέγε… Λέγε που είναι η κολλητή σου γιατί θα πληρώσεις εσύ τα γαμισιάτικα… Μέσα είναι? Πηδιέται με εκείνον τον χλέχλέ?»
«Χλεχλές ε? Τώρα θα δει το κωλόπαιδο…» ψιθύρισε ο Μάνος μέσα στην τουαλέτα στην Αθηνά που προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια της με το ζόρι… Άφησε ένα μακρόσυρτο βογκητό να βγει από τα χείλη του και μετά…. «Μωρό μου…. Με τρελαίνεις…»
Αυτό ήταν… Ο Νίκος έδωσε μια σπρωξιά στον Γιάννη που κόντεψε να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο πάτωμα και χίμηξε μαινόμενος στις ανδρικές τουαλέτες…
«Βγες έξω τώρα!» ούρλιαξε κοπανώντας την πόρτα… «Βγες έξω τώρα γιατί και ‘γω δεν ξέρω τι θα κάνω… Ακούς! Άμα τον πιάσω τον μαλάκα στα χέρια μου θα τον σκίσω…. Και σένα μαζί… Βγες έξω!!!!»
«Σιγά καλέ … Ούτε ο Φούντας δεν έκανε έτσι στην Στέλλα» ακούστηκε η μισομεθυσμένη φωνή του Γιάννη…
«Εσύ φύγε γιατί θα αρπάξεις κανένα μπουκέτο και θα τελειώσεις …» βρυχήθηκε ο Νίκος… «Αθηνά! Βγες έξω ρε γαμώτο…. Αφού το ξέρω ότι είσαι εκεί…» Κλώτσησε ξανά την πόρτα με δύναμη…
«Νίκο φύγε!» ακούστηκε η κυρία Μαρία… «Θα φωνάξω τα παιδιά από πάνω…»
«Βρε δεν πα να φωνάξεις και τα ΜΑΤ!!! Εγώ άμα δεν βγουν έξω δεν φεύγω…. Αθηνά!!!» ξανακοπάνησε την πόρτα… «Βγες έξω γαμώ την παναγία μου !!!! Τι θέλεις να κάνω δηλαδή? Να τα σπάσω όλα εδώ μέσα?»
Ο ξερός ήχος της κλειδαριάς που άνοιγε ακούστηκε σχεδόν σαν πιστολιά . Ο Νίκος πετάχτηκε σαν ελατήριο . άνοιξε την πόρτα με δύναμη και έμεινε σαν στήλη άλατος… Ο Μάνος καθόταν ατάραχος στην λεκάνη και έπαιζε με το κινητό του ενώ η Αθηνά, ντυμένη στην τρίχα τον κοίταζε με τα μάτια της να τρέχουν δάκρια από τα γέλια…
«Μωρό μου… Με τρελαίνεις…» είπε ο Μάνος με βαθιά φωνή κοιτώντας τον στα μάτια και μετά σηκώθηκε, έβαλε το κινητό στην τσέπη του , διόρθωσε λίγο τα μαλλιά του στον καθρέφτη και βγήκε από την τουαλέτα αφήνοντας τον άναυδο…
«Πάμε για ένα ακόμη ποτάκι?» ρώτησε τον Γιάννη και ανέβηκαν τις σκάλες γελώντας…
«Γιατί ρε μαλακισμένο το έκανες αυτό?» ο Νίκος βούτηξε έξαλλος την Αθηνά και την κόλλησε στον τοίχο…
«Εσύ , αν θυμάμαι καλά , ήσουν αυτός που τριβόταν όλο το βράδυ πάνω σε μια πιτσιρίκα» του απάντησε εκείνη … «Εγώ είπα να σου δώσω… a taste of your own medicine…»
Ο Νίκος την σήκωσε σχεδόν στον αέρα και την έβαλε πάλι μέσα στην τουαλέτα από την οποία είχε μόλις βγει… Κρατώντας την κολλημένη στον τοίχο, με το ένα του χέρι της ανέβασε την φούστα και ταυτόχρονα άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του…
«Θα δεις εγώ τι έχω να σου δώσω μωρό μου …» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του τρέμοντας ακόμη από οργή και μπήκε μέσα της με δύναμη…
«Παιδιά…Τόσα χρόνια και μυαλό δεν βάζουν ….» είπε η κυρία Μαρία κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά και βγάζοντας το περιοδικό της από το συρτάρι , συνέχισε να διαβάζει….