Δευτέρα, Απριλίου 02, 2007

Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος κοίταξε το χαρτάκι που κρατούσε στην χούφτα του και με μια αποφασιστική κίνηση το τσαλάκωσε και το έριξε στην τσέπη του. «Μαλακίες..» σκέφτηκε… « Έχει δίκιο ο Βασίλης γαμώτο… Να δεις που δεν θα έρθει η βλαμμένη και τζάμπα περιμένω τόση ώρα…Άσε που αν καταλάβει η μάνα μου πως έκανα κοπάνα θα με σκίσει…Γαμώτο , γαμώτο, γαμώτο…» Στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο και ισορροπώντας την τσάντα του και την μπάλα του basket στο ένα χέρι, προσπάθησε να δει το ρολόι του. Δύσκολο πράγμα μια που τα μακριά μανίκια του φούτερ του σκέπαζαν ακόμη και τα δαχτυλίδια που συνήθιζε να φοράει τελευταία… Τελικά με μια απότομη κίνηση τα κατάφερε. « Τέσσερις.. Γαμώτο… Που είναι τόση ώρα? Στις πέντε πρέπει να έχω γυρίσει σπίτι…Λες να μου έκανε πλάκα και τώρα να γελάει πουθενά με τις φίλες της? Αν είναι τόσο μαλακισμένη…» Με το αριστερό του πόδι άρχισε να σκαλίζει μηχανικά το χώμα μπροστά του φτιάχνοντας ένα ερωτηματικό. Του άρεσε πολύ η Τίνα γαμώτο…Του άρεσε που ήταν έτσι λεπτούλα και μικροκαμωμένη με ένα μικρό προσωπάκι γεμάτο φακίδες και ξανθά μακριά μαλλιά. Μπορεί να μην ήταν η καλλονή της τάξης, δεν ήταν εντυπωσιακή σαν την Φαίη που κυκλοφορούσε και τα αγόρια γούρλωναν τα μάτια, αλλά εκείνου του άρεσε πολύ. Του άρεσε με έναν απλό, σίγουρο τρόπο. Θα μπορούσε να της λέει αστεία όλη μέρα για να την κάνει να γελάει, αν κατάφερνε δηλαδή να μην τραυλίσει ή να μην κοκκινίσει, θα του άρεσε να περπατάνε πλάι πλάι και της κρατάει την τσάντα ή ακόμη καλύτερα το χέρι…Θα μπορούσε ακόμη και να της ζητήσει να πάνε σινεμά. Σε ότι ταινία ήθελε εκείνη, ακόμη και αν ήταν κανένα αισθηματικό σίχαμα από αυτά που λατρεύουν τα κορίτσια. Ναι, θα μπορούσε να το δει το σίχαμα άνετα αν επρόκειτο να κάθεται δίπλα στην Τίνα για δύο ολόκληρες ώρες… Άνετα… Θα μπορούσε να βλέπει ένα σίχαμα κάθε βδομάδα για αυτόν τον λόγο. Ακόμη και κάθε μέρα…Μάλλον…Αρκεί να ερχόταν… Όμως ή ώρα περνούσε και εκείνη ήταν άφαντη. Να δεις που τελικά είχε δίκιο ο γκαντέμης ο Βασίλης. Πλάκα ήτανε…Όταν του έδειξε το σημείωμα που είχε βρει μέσα στο βιβλίο των Αγγλικών του γυρνώντας από το διάλειμμα, ο Βασίλης το είχε κοιτάξει για λίγο προσεκτικά, όλο υποψία και του είχε πει πολύ σοβαρά πως κάποιος του έκανε πλάκα. « Πλάκα είναι ρε μαλάκα, δεν το βλέπεις? Κοριτσίστικο σημείωμα χωρίς καρδούλες και λουλουδάκια? Πλάκα είναι σίγουρα. Σιγά μην της αρέσεις και ακόμη και αν της αρέσεις , σιγά μην σου έστελνε σημείωμα εκείνη… Αφού στο έχω πει τόσες φορές…Στα κορίτσια αρέσει να κάνεις εσύ την πρώτη κίνηση…» Ο Βασίλης ήξερε σίγουρα περισσότερα πράγματα για τα κορίτσια. Καταρχάς γιατί είχε αδερφή και μάλιστα μεγαλύτερη. Άρα είχε μεγαλώσει παρατηρώντας και την Όλγα, έτσι την έλεγαν την αδερφή του, και τις φίλες της. Μάλιστα δεν έχανε ευκαιρία να το παίζει ειδήμων … « Γυναίκες…έλεγε κάθε τόσο με περισπούδαστο ύφος…Ακούστε με και μένα που ξέρω…Πότε έτσι, πότε γιουβέτσι…» Ο Αλέξανδρος δεν τον έπαιρνε βέβαια πολύ στα σοβαρά γιατί δεν μπορούσε , δεν ήθελε μάλλον να πιστέψει πως ήταν όλα τα κορίτσια πότε έτσι πότε γιουβέτσι. Μπορεί αυτό να ίσχυε για την Φαίη και τις κολλητές της που ήταν όλο τουπέ και χάχανα και μιλούσαν στα αγόρια όταν ήθελαν κάτι, όπως να αντιγράψουν στα μαθηματικά ας πούμε, και μετά έκαναν πως δεν τους ήξεραν…Και χαζογελούσαν σαν τις ηλίθιες όταν έβλεπαν αγόρια της τρίτης λυκείου…Που σιγά…Όρεξη τις είχαν τις βλαμμένες οι μεγάλοι…Ή μήπως όχι? Ούτε κι αυτός δεν ήξερε πια…Μετά το σημερινό, αν ο Βασίλης έβγαινε αληθινός, μάλλον έπρεπε να αλλάξει θεωρίες. Αλλά δεν μπορεί ρε γαμώτο… Η Τίνα δεν μπορούσε να είναι έτσι. Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω…Και ήταν τόσο γλυκό το σημείωμα της, αν ήταν τελικά δικό της δηλαδή… Ένα απλό , άσπρο χαρτάκι και δέκα λέξεις όλες κι όλες.. « Στην γωνία του σχολείου στις 3.30. Ελπίζω να έρθεις. Θέλω πολύ να έρθεις. Τίνα» Αυτά. Ούτε καρδούλες ούτε λουλούδια και του άρεσε πολύ που ήταν έτσι απλό. Όπως και εκείνη. Που ήταν απλή και χαριτωμένη και που του μίλαγε πάντα και όχι για χάρες. Έτσι στο άσχετο. Μια φορά μάλιστα , πριν από δυο βδομάδες του είχε δώσει και το λεύκωμα της για να γράψει, αλλά κώλωσε σαν μαλάκας και της το έδωσε πίσω τραυλίζοντας μια χαζή δικαιολογία. Ήταν μπροστά ο Βασίλης και ο Λεωνίδας και δεν γούσταρε να ακούει όλη την υπόλοιπη ημέρα τις κοροϊδίες τους. Μπορούσε να φανταστεί τις φαρμακερές μπηχτές να πέφτουν η μία πίσω από την άλλη… « Τι είναι αγάπη? Αγάπη είναι να σε αφήνει να της πιάνεις τον κώλο στο σινεμά…Χα χα χα.» « Ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα? Οι Hi Five φυσικά….» ‘Όχι, να του έλειπε…Αρκετή καζούρα θα άκουγε έτσι κι αλλιώς από σήμερα αν το σημείωμα ήταν όντως πλάκα…Που απ’ ότι έδειχναν τα πράγματα, πλάκα ήταν και μάλιστα χοντρή. Γαμώτο, γαμώτο , γαμώτο. Είχε πει την απαγορευμένη λέξη από γάμα πάνω από πενήντα φορές σήμερα , από μέσα του φυσικά. Αν μπορούσε η μητέρα του να τον ακούσει θα τρελαινόταν…Είχε κόλλημα με τις απαγορευμένες λέξεις που άρχιζαν από διάφορα γράμματα…Σιγά το πράγμα …Είχε μεγαλώσει πια, δεν μπορούσε να το καταλάβει…Αυτή νόμιζε πως ήταν ακόμη το «λουκουμάκι» της όπως συνήθιζε να τον λέει όταν ήταν μικρός. Άκου λουκουμάκι… Να την ακούσει και κανείς και να μην ξέρει που να σταθεί… Εκεί να δεις καζούρα…Απαπά…Κομμένα τα λουκουμάκια και τα φιλιά και οι αγκαλιές…Όχι πως δεν του έλειπαν.. Του έλειπαν και πολύ μάλιστα, αλλά απέφευγε να το παραδεχτεί και στον ίδιο του τον εαυτό. Καμιά φορά που την έβλεπε να στέκεται στην πόρτα του δωματίου του και να τον κοιτάζει με αυτό το λυπημένο ύφος , όταν νόμιζε πως κοιμάται, ήθελε να πεταχτεί από το κρεβάτι του και να την αγκαλιάσει σφιχτά και να της φωνάξει πόσο πολύ την αγαπάει. Και εκείνη να του απαντήσει πως εκείνη δεν τον αγαπάει. Τον λατρεύει. Και να τον πνίξει στα φιλιά. Να παίξουν το παιχνίδι τους. Αλλά μια φωνή μέσα του του έλεγε πως έχει μεγαλώσει πια και αυτά τα παιχνίδια είναι για τα μωρά και τα μαμμόθρεφτα. Και έτσι έκανε πως αλλάζει πλευρό και εκείνη έφευγε βιαστικά για να μην τον ξυπνήσει. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο…Σήμερα, τώρα, που η καρδιά του ήταν βαριά σαν πέτρα από την απογοήτευση και τι δεν θα ‘δινε να ήταν πάλι το λουκουμάκι. Να χωνόταν στην αγκαλιά της μαμάς του και να ξεχάσει τα πάντα…Κλώτσησε λίγο χώμα ακόμη και μάζεψε από κάτω την τσάντα της γυμναστικής. Δεν θα περίμενε άλλο. Τέρμα. Το σημείωμα ήταν πλάκα και αυτός ήταν μαλάκας με περικεφαλαία. Και το χειρότερο από όλα ήταν πως ο Βασίλης είχε δίκιο. Τα κορίτσια ήταν πότε έτσι πότε γιουβέτσι. Όλα. Ακόμη και η Τίνα. Μπορεί ακόμη και η μαμά του. Με το κεφάλι κατεβασμένο πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Γαμώτο , γαμώτο, γαμώτο.