Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Κώστας

Στο δικηγορικό γραφείο του Κώστα Πετρόπουλου επικρατούσε από το πρωί πανικός. Η International Vacations , πρώτη σε μέγεθος τουριστική εταιρία στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, μετά από μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων είχε αποφασίσει να αγοράσει μια τεράστια έκταση στην Χαλκιδική για να δημιουργήσει εκεί μια ξενοδοχειακή μονάδα πολλών αστέρων. Ο Κώστας , που το γραφείο του εκπροσωπούσε αποκλειστικά τα συμφέροντα της εταιρίας, είχε αναλάβει όλα τα νομικά θέματα από την πρώτη μέρα και σήμερα, δέκα μήνες αργότερα, τα συμβόλαια είχαν επιτέλους υπογραφεί. Στην μεγάλη αίθουσα συσκέψεων στον πρώτο όροφο του κτηρίου, ο Κώστας έσφιξε το χέρι του Πέτρου Παππά, διευθύνοντα σύμβουλου της International Vacations και τον συνόδεψε μέχρι την έξοδο.
-Και πάλι συγχαρητήρια Πέτρο. Τελικά πρέπει να παραδεχτείς πως άξιζε τον κόπο η ταλαιπωρία τόσων μηνών…
-Τα συγχαρητήρια αξίζουν σε σένα Κώστα. Το γραφείο σου αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά πολύτιμος σύμμαχος. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα της εκτίμησης μας στο πρόσωπο σου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε από αύριο. Σήμερα νομίζω πως μπορούμε να πάρουμε την υπόλοιπη ημέρα off . Όλοι μας.
Με αυτά τα λόγια ο Παππάς του έδωσε έναν φάκελο και μπήκε βιαστικά στην Mercedes που τον περίμενε με την μηχανή αναμμένη.
Ο Κώστας κοίταξε εξεταστικά τον φάκελο. Ήταν μακρόστενος, από βαρύ, ακριβό κρεμ χαρτί και στην επάνω δεξιά πλευρά του ξεχώριζαν ανάγλυφα τα αρχικά ΠΠ. Τον ζύγισε μηχανικά στην παλάμη του και τον έβαλε στην τσέπη του σακακιού του χωρίς να τον ανοίξει. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην μπρούτζινη , διακριτική πινακίδα της εισόδου.
« Κώστας Πετρόπουλος και Συνεργάτες». Έτσι απλά. Αυτή η πινακίδα, τόσο απλή και διακριτική έκρυβε τα όνειρα μιας ζωής που είχαν πραγματοποιηθεί σχεδόν ανέλπιστα. Μάλιστα κάθε φορά που την κοίταζε δεν μπορούσε να συγκρατήσει έναν αναστεναγμό. Ήταν η γυναίκα του η Άννα που είχε επιμείνει στην διακριτικότητα. Και εκείνος την είχε ακούσει, όπως την άκουγε πάντα σε τέτοια θέματα. Η Άννα ήξερε πάντα τι ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Εκείνος αν μπορούσε θα σήκωνε μια φωτεινή επιγραφή από ‘δω μέχρι τον ουρανό. Με τεράστια γράμματα και φώτα neon που θα έμεναν αναμμένα 24 ώρες το 24ώρο. ΕΦΤΑΣΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα εννοούσε η επιγραφή, άσχετα από το τι θα έγραφε…Όμως η αλήθεια είναι πως η Άννα είχε δίκιο. Η σεμνή μπρούτζινη ταμπέλα της εισόδου αντικατόπτριζε την καινούρια του εικόνα με απόλυτη ακρίβεια. Ήταν λιτή, πολυτελής και χαμηλών τόνων. Ακριβώς όπως η καινούρια του ζωή που τόσο είχε πασχίσει να την φτιάξει. Όταν ξεκίναγε από το χωριό του , το Κουφόβουνο, λίγο πιο έξω από το Διδυμότειχο, το μόνο που του περίσσευε ήταν όνειρα. Με όπλο αυτά τα όνειρα και ένα λυσσασμένο πείσμα που τον χαρακτήριζε από μικρό παιδάκι, είχε καταφέρει να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια και να περάσει από τους πρώτους στην Νομική της Αθήνας. Και ήταν τόσο πολλά αυτά τα εμπόδια… Μέχρι σήμερα , κάθε Σεπτέμβριο που άκουγε στις ειδήσεις για παιδιά από ξεχασμένα χωριά που πρώτευαν στις εισαγωγικές στα πανεπιστήμια ένοιωθε την καρδιά του να φουσκώνει από περηφάνια ανάμεικτη με οργή. Γιατί ήξερε καλά πόσο είχε χρειαστεί να παλέψει, καθένα από αυτά τα παιδιά για να κερδίσει αυτή την πολυπόθητη θέση. Δεν είναι μόνο η φτώχεια, όπως πιστεύουν οι πολλοί. Την φτώχεια την συνηθίζεις. Είναι η μιζέρια, τα μικρά όνειρα των ανθρώπων, η έλλειψη κάθε βοήθειας, οι συμμαθητές που σε κοροϊδεύουν, οι φίλοι που δεν μοιράζονται τους στόχους σου, οι κοπέλες που ελπίζουν μόνο να παντρευτούν. Είναι η νοοτροπία του λίγου που σε τραβάει πίσω σαν πέτρα και σε κάνει ικανό για τα πάντα προκειμένου να προχωρήσεις λίγα βήματα πιο κει. Ο Κώστας είχε φύγει από το χωριό του δεκαοχτώ χρονών και δεν είχε ξαναγυρίσει ποτέ. Είχε δουλέψει σερβιτόρος σε ταβέρνα, είχε φορτώσει αμέτρητα καφάσια στην λαχαναγορά, είχε μελετήσει ατέλειωτες ώρες χωρίς φως , όταν δεν είχε λεφτά να πληρώσει την ΔΕΗ και του το κόβανε, είχε πεινάσει στην κυριολεξία, αλλά τα είχε καταφέρει. Τελείωσε πρώτος στο έτος του και η ζωή είχε τελικά αποφασίσει να του χαμογελάσει. Με όπλο το θράσος που δεν του έλειψε ποτέ είχε χτυπήσει τη πόρτα του δικηγορικού γραφείου του Παναγιώτη Μαγκανά, του καλύτερου δικηγόρου αστικών υποθέσεων της Αθήνας, και του είχε ζητήσει να κάνει την άσκηση του εκεί. Ο Μαγκανάς δέχτηκε και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία…Πολλά χρόνια αργότερα όταν αποφάσιζε να ανοίξει δικό του γραφείο παίρνοντας μαζί του και μερικούς από τους καλύτερους πελάτες του, ο Μαγκανάς του θύμισε εκείνη την πρώτη ημέρα. « Το ήξερα από την πρώτη ημέρα που ήρθες στο γραφείο μου πως θα τελειώναμε έτσι» του είχε πει με ένα παράξενο χαμόγελο. « Αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός πως ήσουν ο καλύτερος που είχα συναντήσει. Ήξερα πως κάποτε θα έφευγες, είχα απλά μέχρι τέλους την ελπίδα πως θα το έκανες σαν κύριος. Διαψεύστηκα. Κρίμα…Για σένα..» Ο Κώστας κοίταξε μια ακόμη φορά την λιτή, μπρούτζινη ταμπέλα και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το ασανσέρ. Πάτησε εκνευρισμένος το κουμπί του 3ου ορόφου. Τι τον είχε πιάσει και θυμήθηκε τον Μαγκανά τέτοια μέρα… Ξαφνικά ένοιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με κάποιον την νίκη του. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν με ένα μελωδικό κουδούνισμα και η γραμματέας του, η Ματίνα, του χαμογέλασε πειρακτικά καθισμένη στο οβάλ γραφείο της . « Τα καταφέρατε πάλι.. Σας ζήτησαν μόλις από το Mega και από το Star. Φαντάζομαι πως σε λίγο θα πλακώσουν και οι υπόλοιποι…» Ο Κώστας όμως είχε άλλα σχέδια.. « Χεσ’τους όλους για σήμερα » της είπε πηγαίνοντας βιαστικά προς το γραφείο του.
"Πάρε μου στο τηλέφωνο την Αμαλία.»