Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Άννα...

Η Άννα σιδερώνει. Πάλι. Στην φωτεινή κουζίνα του σπιτιού της στην Φιλοθέη, με το ραδιόφωνο να παίζει Μελωδία, και το μυαλό της να τρέχει μακριά, σιδερώνει όπως κάνει δύο φορές την βδομάδα τα τελευταία, πόσα?, δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια από τα δεκαοκτώ που είναι παντρεμένη. Γιατί τα τρία πρώτα χρόνια, δεν σιδέρωνε. Για την ακρίβεια τα τρία πρώτα χρόνια του γάμου της δεν έκανε σχεδόν τίποτε που να έχει σχέση με το σπίτι της. Περνούσε την ημέρα της κάνοντας όνειρα για τις νύχτες της, και τις νύχτες ονειρευόταν την υπόλοιπη ζωή της στο πλευρό του άντρα που αγαπούσε. Του άντρα της. Ήταν νέα, όμορφη και πολύ ερωτευμένη, και ο Κώστας μοιραζόταν μαζί της όχι μόνο την ζωή του αλλά και τα όνειρα του, και τα σχέδια του για το μέλλον. Όταν σκέφτεται εκείνη την περίοδο , την ευτυχισμένη, ανέμελη περίοδο του γάμου της που δεν ήταν σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά, αλλά σύντροφος του μεγάλου έρωτα της ζωής της, του πρώτου και μάλλον τελευταίου έρωτα της ζωής της, νοιώθει να την πνίγει το παράπονο. Και η απορία. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να εξηγήσει πως και για ποιο λόγο η ζωή της άλλαξε τόσο πολύ και ταυτόχρονα τόσο λίγο. Και βέβαια δεν τολμούσε να κάνει την ερώτηση αυτή σε κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό της. Τι να πει και σε ποιόν. Οι φίλοι τους, οι κοινοί τους φίλοι, ζευγάρια στην ηλικία τους, συνεργάτες του Κώστα στην δουλειά ή γονείς συμμαθητών του Αλέξανδρου, θα την κοίταζαν σαν να ήταν τρελή. Τι παράπονο θα μπορούσε να έχει? Ήταν παντρεμένη σχεδόν 20 χρόνια με έναν άντρα που την αγαπούσε πάντα, δεν είχε δουλέψει ποτέ της αλλά απολάμβανε μια ιδιαίτερα άνετη ζωή, είχε έναν υπέροχο γιο δεκαπέντε χρονών, μια αξιοζήλευτη κοινωνική ζωή, έβγαινε έξω συχνά, είχε εξοχικό σπίτι στην Μύκονο και το διαμέρισμα τους στην Φιλοθέη υπήρξε πάντα αντικείμενο θαυμασμού όλων των γνωστών τους. Η δουλειά του Κώστα, είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο εταιρικό δίκαιο, πήγαινε όλο και καλύτερα, και το γραφείο του ήταν ένα από τα τρία καλύτερα στην Αθήνα. Η ίδια έχει την άνεση να πηγαίνει στο κομμωτήριο, στο γυμναστήριο, στα μαγαζιά , όποτε θέλει , μπορεί να πίνει καφέ με τις φίλες της όποτε της κάνει κέφι, και η μόνη της ευθύνη είναι η φροντίδα του σπιτιού. Του σπιτιού της, όπως φροντίζει να της τονίζει με νόημα, πολύ συχνά ο Κώστας. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει?
Έλα ντε! Στην ουσία το ξέρει και η ίδια πως η ζωή της είναι καλή. Αυτά που θέλει, αυτά που πιστεύει πως χρειάζεται, είναι πολυτέλειες που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά. Θέλει να επικοινωνεί με τον άντρα της για ζητήματα πιο ουσιαστικά από το που θα πάνε το βράδυ, ποιο πουκάμισο θα φορέσει αύριο , ποιος θα πάρει τον Αλέξανδρο από το φροντιστήριο, και άλλα τέτοια. Θέλει να κάνουν έρωτα πιο συχνά και με περισσότερο πάθος, θέλει να συμμετέχει στην κοινή τους ζωή περισσότερο, θέλει να έχει και άλλες ευθύνες εκτός από εκείνη του σπιτιού. Θέλει να ξαναγίνει η σύντροφος του, ή έστω να γίνεται η σύντροφος του καμιά φορά, θέλει να ακούγεται, να είναι η Άννα και όχι η γυναίκα του. Θα ήθελε τα τρία πρώτα χρόνια του γάμου της να κρατούσαν για πάντα…Ανοησίες, θα της έλεγαν όλοι. Μετά από τόσα χρόνια η ρουτίνα είναι αναπόφευκτη…
Αυτά θα της έλεγαν οι κοινοί τους φίλοι. Μπορεί και η μαμά της. Οι φίλες της, οι δικές της φίλες θα την έβριζαν για μια ακόμη φορά. Όπως την είχαν βρίσει όταν στα δεκαεφτά της, αμέσως μόλις τελείωσαν το λύκειο, τους ανακοίνωσε πως είχε αποφασίσει να παντρευτεί τον Κώστα. Και τι δεν είχαν κάνει! Έπεσαν επάνω της να της αλλάξουν γνώμη, αλλά εκείνη εκεί. Ανένδοτη. Τον αγαπούσε, τον ήθελε και θα τον έπαιρνε. Ε, τον πήρε λοιπόν…Η Αθηνά μέχρι που κόντεψε να μην έρθει στον γάμο. Με κλάματα και απειλές την έπεισε τελικά η Δανάη, και άλλαξε γνώμη, την τελευταία στιγμή, και εμφανίστηκε στον γάμο με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, που έκαναν τον Κώστα έξαλλο. Ποτέ δεν την συμπάθησε από τότε, ο Κώστας την Αθηνά, ούτε και την Δανάη άλλωστε. Τις θεωρεί κακή επιρροή, αν και δεν τόλμησε ποτέ να της πει να μην τις βλέπει, και δεν μπορεί να καταλάβει τι κοινό μπορεί να έχει η γυναίκα του με μια νευρωτική διαφημίστρια που δεν μπορεί, και δεν πρόκειται να σταυρώσει άντρα ποτέ – έτσι λέει – και με μια μισότρελη έμπορο αέρα κοπανιστού, αυτή είναι η γνώμη του για την Δανάη. Την Δανάη μάλιστα πρέπει να την θεωρεί σχεδόν γραφική. Δεν τον απασχολεί που το μαγαζί της στο Κολωνάκι, - η Δανάη έχει ανοίξει ένα μαγαζί που πουλάει βότανα, βιβλία εναλλακτικών θεραπειών και είδη από την Ανατολή, - θεωρείται επιτυχημένο και πολύ μοδάτο. Όπως δεν τον ενδιαφέρει πως η Αθηνά είναι μια από τις καλύτερες διαφημίστριες στην Αθήνα, μάλιστα τα διάφορα γυναικεία και life style περιοδικά φιλοξενούν συχνά συνεντεύξεις της. Και οι δυο τους, για τον Κώστα, έχουν δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Είναι οικονομικά ανεξάρτητες και είναι μόνες τους. Και βέβαια , είναι φίλες της από το σχολείο, δεν ανήκουν στον κύκλο τους, - πως την σιχαίνεται αυτήν την έκφραση, - και δεν τον συμπαθούν.
Ο Κώστας θεωρεί τον εαυτό του κελεπούρι. Και ίσως να είναι. Στα σαράντα δύο του χρόνια κρατιέται σε εξαιρετική φόρμα , γυμνάζεται καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα παίζει τένις στο Club, δεν έχει χάσει τα μαλλιά του, - μόνο το χιούμορ του- βγάζει πολλά λεφτά, έχει δημιουργήσει ένα όνομα στον χώρο της δουλειάς του, και για τον κύκλο τους, - άντε πάλι, - είναι καλός πατέρας, δηλαδή πληρώνει αγόγκυστα τα δίδακτρα του Δούκα και εμφανίζεται στις επιδείξεις στο τέλος κάθε χρονιάς, συνήθως μιλώντας ακατάπαυστα στο κινητό του για κάποια συγχώνευση. Επίσης είναι καλός σύζυγος. Κάνουν έρωτα μια φορά στις δεκαπέντε μέρες, συνήθως την Κυριακή μετά τα αθλητικά, και στις διακοπές ακόμη και μια φορά την εβδομάδα. Και δεν ξενοκοιτάζει, μάλλον.. Δεν την δέρνει κιόλας, βέβαια, αλλά αυτό δεν πιάνεται. Είναι θέμα πολιτισμού. Επίσης κατεβάζει τα σκουπίδια το πρωί φεύγοντας για το γραφείο. Αυτό ο Κώστας το θεωρεί την απόλυτη ένδειξη καλής συζυγικής συμπεριφοράς. Συνδυάζει το κατέβασμα της σακούλας με ένα στωικό ύφος, όταν συναντήσει κανέναν γείτονα στην πόρτα ή το ασανσέρ. Ανασηκώνει τους ώμους και πετάει την ατάκα κλειδί:
- Το καθήκον, αγαπητέ μου ! Τι να κάνουμε…Το καθήκον….
Και έτσι θεμελιώνει την εικόνα του καλού συζύγου που λέγαμε και στα μάτια της γειτονιάς.
Η Αθηνά και η Δανάη βέβαια έχουν άλλη άποψη για τον Κώστα. Η Αθηνά τον θεωρεί απλά , μαλάκα. Το τεκμηριώνει με ατράνταχτα επιχειρήματα που έχουν να κάνουν με την δουλειά του, «αν είχε κότσια αγάπη μου θα είχε γίνει Κούγιας αντί να ασχολείται με το εταιρικό», με το αυτοκίνητο του, « όσοι αγάπη μου αγοράζουν σπορ αυτοκίνητο στα σαράντα τους το αντιμετωπίζουν σαν προέκταση του πουλιού τους», και δυο χρόνια αργότερα, όταν ο Κώστας αγόρασε ένα πανάκριβο τζιπ, « τι θα το κάνει καλέ το τζιπ, ο Ιντιάνα Τζόουνς? Θα πάει να κυνηγήσει κροκόδειλους στην Δεξαμενή?» Η Δανάη πάλι, θεωρεί πως εκπέμπει αρνητικά κύματα, πως είναι πολύ σφιγμένος, μάλιστα της πρότεινε κάποτε να του ρίχνει το πρωί στον καφέ του ένα μείγμα από βότανα που κάνουν πολύ καλό σε περιπτώσεις σαν την δική του, - δεν τόλμησε βέβαια να το επιχειρήσει, - και είναι βέβαιη πως η αύρα του, αν την φωτογραφίζαμε, θα ήταν καφέ με μαύρα στίγματα. Δηλαδή χάλια. Και οι δύο πάντως, καταλήγουν στην ίδια ατάκα, δεκαπέντε χρόνια τώρα. Ας πρόσεχε…
Το ραδιόφωνο παίζει τώρα ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια, τις Τυφλές Ελπίδες του Κότσιρα. Το χέρι της πιάνει μηχανικά ένα ακόμη πουκάμισο από την στοίβα που βρίσκεται στην καρέκλα δίπλα της. Με σταθερές κινήσεις, η πείρα τόσων χρόνων βλέπεις, η Άννα συνεχίζει να σιδερώνει αφηρημένα. Το χέρι της πια πάει από μόνο του. Πλάτη, μπροστινό, μανίκια, γιακάς, κρέμασμα. Γιατί ο Κώστας τα πουκάμισα τα θέλει κρεμασμένα , όχι διπλωμένα. Διπλωμένα κάνουν τσάκιση και εκείνος θέλει τα πουκάμισα του ατσαλάκωτα. Επίσης θέλει να του τα σιδερώνει η Άννα. Μόνο η Άννα. Μάλιστα την παινεύει και στους γνωστούς τους:
- Σαν το σιδέρωμα της γυναίκας μου δεν υπάρχει άλλο! Μια φορά άφησε την κοπέλα που μας κάνει τις δουλειές να σιδερώσει και μιλάμε για άλλα πουκάμισα…Εγώ πουκάμισο φοράω μόνο από τα χεράκια της αγάπης μου. Τελείωσε…
Η αγάπη του συνεχίζει να σιδερώνει. Ίσως πρέπει να το δει πιο αισιόδοξα το θέμα. Μπορεί στο μέλλον να την περιμένει μια λαμπρή καριέρα σε καθαριστήριο…