Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Δανάη

Η Δανάη ταχτοποιούσε τις τελευταίες παραλαβές στα ράφια. Τα αρωματικά λάδια για το μπάνιο είχαν αποδειχτεί μεγάλη επιτυχία. Είχε πελάτες από κάθε περιοχή της Αθήνας, σήμερα το πρωί μάλιστα, της είχε τηλεφωνήσει μια κυρία από την Θεσσαλονίκη για να την ρωτήσει αν μπορούσε να βρει τα προϊόντα της σε κάποιο από τα μαγαζιά της συμπρωτεύουσας. Για φαντάσου…Όταν είχε αποφασίσει να κάνει το χόμπι της επάγγελμα, γιατί από μικρή τρελαινόταν για βότανα και παράξενες συνταγές για μάσκες ομορφιάς, εξ ου και το παρατσούκλι που της είχαν κολλήσει οι φιλενάδες της – Ματζίκα -, όταν τέλος πάντων αποφάσισε να ανοίξει το μαγαζί, όλοι φαντάζονταν πως ήταν μια ακόμη τρέλα που θα της περνούσε γρήγορα, αφού θα της είχε κοστίσει ένα σωρό λεφτά. Η αλήθεια είναι πως οι προηγούμενες επαγγελματικές της απόπειρες δεν είχαν στεφτεί με ιδιαίτερη επιτυχία, κάθε άλλο μάλιστα. Το βιβλίο της με συνταγές μαγειρικής από το Θιβέτ, του οποίου την έκδοση είχε μάλιστα χρηματοδοτήσει η ίδια, πούλησε λιγότερα από πεντακόσια αντίτυπα. Είχε στην αποθήκη του σπιτιού της άλλα τρεις χιλιάδες κομμάτια μέσα σε κούτες, και για αρκετά χρόνια τα έκανε δώρο σε κάθε περίσταση σε γνωστούς και φίλους, μέχρι που ένα από αυτά επέστρεψε στα χέρια της σαν δώρο στην δική της γιορτή. Το εργαστήρι εναλλακτικής γυμναστικής που είχε ανοίξει στο Μετς με κάποια γνωστή της από το σιάτσου, έκλεισε μέσα σε τέσσερις μήνες μια που οι κυρίες που ενδιαφέρθηκαν στην αρχή, κάτι χοντρές πενηντάρες, νόμιζαν πως θα αδυνάτιζαν μέσα σε ένα μήνα με κάποιο μυστικό φερμένο από την Ανατολή. Το δε κατάστημα υγιεινής διατροφής που είχε ανοίξει λίγο αργότερα στο Παγκράτι, έκλεισε μέσα σε χρόνο ρεκόρ, μια εβδομάδα, μια που η αγορανομία δεν πείστηκε ποτέ για την θεραπευτική αξία της βασιλικής κάμπιας της Ινδίας μέσα στο φαγητό…Ακόμη τραβιόταν στα δικαστήρια για αυτή την ιστορία. Όταν όμως , πηγαίνοντας για καφέ με την Αθηνά και την Άννα, είδε για πρώτη φορά αυτό το μαγαζάκι που μόλις είχε ξενοικιαστεί στην Χάριτος, ήξερε πως αυτή την φορά η ιδέα της θα πετύχαινε. Και είχε δίκιο. Το μαγαζί πήγαινε απίστευτα καλά, οι πελάτες της ξανάρχονταν τακτικά, και , αν εξαιρέσει κανείς μερικούς που ζητούσαν βιβλία μαύρης μαγείας, - γιατί λευκής πουλούσε και μάλιστα γίνονταν ανάρπαστα, - είχε αρχίσει να κερδίζει χρήματα για πρώτη φορά στην ζωή της. Τα αρωματικά λάδια της και οι κρέμες της για το πρόσωπο και το σώμα, όλα φτιαγμένα από την ίδια με ειδικά υλικά και μυστικές συνταγές είχαν γίνει πια διάσημα. Όπως και τα χάπια με εκχυλίσματα φυτών και βοτάνων για τις…δυσκολίες στην σεξουαλική απόδοση. Η Δανάη είχε φέρει την επανάσταση στην Αθήνα πολύ πριν εμφανιστεί το viagra στην αγορά…
Τελείωσε με τα λάδια και κοίταξε το εσωτερικό του μαγαζιού της με μάτι κριτικό. Δεν σταματούσε ποτέ να προσθέτει και να αφαιρεί διακοσμητικά στοιχεία, ανάλογα με την διάθεση της κάθε εποχής. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα απαλό ροδακινί χρώμα με χρυσαφιές ανταύγειες που χαλάρωνε το σώμα και το βλέμμα. Δεν είχε χρησιμοποιήσει πουθενά μέταλλο ή γυαλί, εκτός από την μικρή βιτρίνα φυσικά, παρά μόνο ξύλο. Όλα τα ράφια , το μικρό γραφειάκι που χρησίμευε σαν ταμείο και παραλαβή, και τα δυο μικρά τραπεζάκια όπου μπορούσαν να καθίσουν οι πελάτες που ήθελαν να ξεφυλλίσουν κάποιο βιβλίο , ήταν φτιαγμένα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν στα μεταξωτά μαξιλάρια και στις κουρτίνες που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλο τον χώρο, ήταν το ροζ, το κίτρινο, το βερικοκί, το λιλά και το απαλό πράσινο της μέντας. Τα ράφια ήταν γεμάτα μπουκαλάκια και βαζάκια σε παράξενα σχήματα και χρώματα. Σε μεγάλα ψάθινα καλάθια, βρίσκονταν βαλμένα τακτικά, μικρά υφασμάτινα σακουλάκια με βότανα. Μπορούσε ακόμη κανείς να βρει εκεί, μια μεγάλη ποικιλία από κορδέλες και μικρά γούρια, όπως και κρυστάλλους εναλλακτικών θεραπειών, σκαλιστούς καθρέφτες από την Αραβία, αλλά και μικρά κοσμήματα από ύφασμα, χάντρες και σύρμα που κατασκεύαζε ένας τεχνίτης από την Συρία. Ο χώρος φωτιζόταν απαλά από έναν περίτεχνο πολυέλαιο από χρωματιστά γυαλάκια δεμένα με μπρούτζινο σύρμα που είχε φέρει από τις Ινδίες, και αρκετές μικρές λάμπες καλυμμένες με μεταξωτά πανιά που χάριζαν στον χώρο μια μυστηριακή ατμόσφαιρα. Σε ειδικές βάσεις σιγόκαιγαν αρωματικά κεριά με μυρωδιές της Ανατολής, ενώ ο ήχος του σιτάρ σε μετέφερε σε άλλους, μακρινούς πολιτισμούς. Όποιος περνούσε την πόρτα της Ματζίκας, γιατί έτσι είχε ονομάσει το μαγαζί της, ξεχνούσε αμέσως το άγχος και την βιασύνη της ημέρας.
Βέβαια η ίδια δεν θυμόταν να έχει ποτέ στην ζωή της άγχος, και δεν βιαζόταν ποτέ και για τίποτα. Από μικρό παιδάκι, κοιτούσε τους γύρω της με απορία όταν προσπαθούσαν να την πιέσουν για το οτιδήποτε. Έβρισκε καταφύγιο στην αγκαλιά της λατρεμένης της γιαγιάς, της μεγάλης Δανάης, και εκείνη της διάβαζε τα αγαπημένα της παραμύθια με ηρωίδα την Σεχραζάτ ή την Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς. Από την γιαγιά της είχε πάρει την αγάπη της για την Ανατολή και τα μυστήρια της, την αισιοδοξία της και ένα αστείρευτο κέφι για ζωή. Διάβαζε, έπαιζε, έτρωγε και κοιμόταν με τους δικούς της, χαλαρούς ρυθμούς. Κάτι μέσα της τής έλεγε πάντα πώς όλα θα γίνουν, και τελικά, με τρόπο μαγικό, όλα γίνονταν και μάλιστα στην ώρα τους. Οι γονείς της ήταν οι πρώτοι που παρέδωσαν τα όπλα, και ακολούθησαν οι φίλες της και αργότερα οι καθηγητές της. Η Δανάη πέρασε ομαλά την εφηβεία της, τελείωσε το σχολείο με καλούς βαθμούς, μπήκε στην γαλλική φιλολογία, παρόλο που δεν πήγε τελικά να γραφτεί, χωρίς να ανησυχήσει ποτέ και για τίποτε. Τίποτε και κανείς δεν στάθηκε ικανός να την στεναχωρήσει μέχρι τα δεκαοχτώ της, εκτός από την απόφαση της Άννας να παντρευτεί τον Κώστα. Αυτός ο άνθρωπος την πάγωσε από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Ήταν τυπικό δείγμα ανθρώπου που προσπαθούσε να δείχνει στον κόσμο μια υπερβολικά εξωραϊσμένη εικόνα του εαυτού του, ήταν πάντα σφιγμένος, υπερβολικά ευγενικός, υπερβολικά φιλόδοξος, υπερβολικά αποφασισμένος να ανέβει κοινωνικά, να πετύχει, να γίνει κάποιος. Και η Αννούλα με την άψογη ανατροφή της, τον μεγαλογιατρό μπαμπά της και τον έρωτα που την τύφλωνε, ήταν το καλύτερο μέσον για να τα καταφέρει…Βέβαια όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, δηλαδή δυο μέρες πριν τον γάμο, η Δανάη το φιλοσόφησε το πράγμα. Ίσως τελικά τα πράγματα να μην ήταν τόσο άσχημα. Ίσως όλα να πήγαιναν καλά. Ίσως να ήταν κισμέτ αυτός ο γάμος. Σήμερα, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, ήξερε πια πως η διαίσθηση της δεν την γέλασε ποτέ. Ούτε και τότε…
Η Δανάη αναστέναξε σιγανά. Η ζωή την είχε μάθει να μην μιλάει στους άλλους για τις διαισθήσεις της. Ούτε καν στην Αθηνά και την Άννα , με τις οποίες μοιραζόταν σχεδόν τα πάντα, πάνω από εικοσιπέντε χρόνια τώρα. Και η διαίσθηση της, εδώ και μήνες, της έστελνε παράξενα σινιάλα. Κάτι θα άλλαζε στην ζωή τους και μάλιστα σύντομα, Κάτι θα τις σήκωνε ψηλά και θα τις άφηνε αλλαγμένες, διαφορετικές . Είχε φτάσει η ώρα της σελήνης….